-
1 ευχαριστώ
ευχαριστώ ρ. μετβ.благодарить, быть благодарным: -
2 ευχαριστώ
(α, ε) μετ.1) благодарить;σας ευχαριστώ — благодарю вас;
ευχαριστώ πολύ — большое спасибо;
2) быть благодарным, признательным;3) доставлять удовольствие, наслаждение, удовлетворять, радовать, быть приятным кому-л.;είναι δύσκολο να τούς ευχαριστήσεις όλους — на всех не угодишь;
1) — испытывать, получать удовольствие, удовлетворение; — наслаждаться;ευχαριστιέμαι [- — обμαι]
2) довольствоваться; быть удовлетворённым, довольным;ευχαριστιέμαι με τα λίγα — довольствоваться малым
См. также в других словарях:
ευχαριστώ — ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος 1. εκφράζω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου προς κάποιον: Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε. 2. προξενώ ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά: Με ευχαρίστησε πολύ το γράμμα σου. 3. το μέσ., ευχαριστιέμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
μυριοευχαριστώ — μυριοευχαριστῶ και μυριευχαριστώ και μυριοφχαριστῶ (Μ) 1. ευχαριστώ κάποιον πάρα πολλές φορές 2. εκφράζω άπειρες ευχαριστίες για κάτι 3. (το μέσ.) μυριοευχαριστοῡμαι ευχαριστιέμαι πάρα πολύ 4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοευχαριστημένος, η … Dictionary of Greek
τίποτε — και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν άκλ. (αόρ. αντων.) 1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;») 2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;») 3 … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
καταγλυκαίνω — (AM) 1. κάνω κάτι πολύ γλυκό 2. παρέχω μεγάλη ηδονή σε κάποιον, ευχαριστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλυκαίνω (< γλυκύς)] … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek
υπερευφραίνω — Α ευχαριστώ κάποιον πολύ … Dictionary of Greek